- δεξιοστάτης
- ο (Α δεξιοστάτης)νεοελλ.ναυτ. πυροβολητής που παίρνει θέση στα δεξιά τού πυροβόλουαρχ.ο επικεφαλής τού δεξιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + -στάτης < ίστημι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεξιοστάτης — one who stands in the right file of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… … Dictionary of Greek